Μουνόδουλος: (αρσενικό), < μουνί + -ο- + δούλος < (νεολογισμός): αυτός που σκέφτεται συνέχεια το μουνί, που οι ερωτικές του επιθυμίες τον έχουν κάνει εξαρτημένο και έρμαιο των παθών και των επιθυμιών.
Σχετικό: μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος, χαζομούνης.
Άλλη ερμηνεία. Αυτός που παρατάει την “δεξιά” του ιδεολογία επειδή έμπλεξε με (όχι απαραίτητα στρατευμένη) νεοδημοκράτισσα. Η οποία Ν.Δ., διαθέτει αποδεδειγμένα όμορφες γυναίκες, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα τώρα.
__μην εξατομικεύσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου