Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Γυναικεία επιθυμία

 «Το μεγάλο ερώτημα που δεν έχει ποτέ απαντηθεί, και το οποίο δεν έχω καταφέρει ακόμα να βρω μια απάντηση —παρά τα 30 χρόνια έρευνάς μου στην γυναικεία ψυχή— είναι το εξής: “Τι θέλει μια γυναίκα;”». Αυτό έγραψε ο πιο διάσημος στον κόσμο ψυχίατρος, Σίγκμουντ Φρόιντ, σε ένα γράμμα του στην Μαρία Βοναπάρτη το 1925. Οι περισσότεροι άντρες νομίζω το ίδιο θα λέγαμε. Εμείς τις θεωρούμε τρελές και αυτές μας θεωρούν ανώριμους.

Να λοιπόν η απάντηση: Μια γυναίκα θέλει να είναι όσο πιο πολύ γίνεται επιθυμητή· να την ερωτεύονται και να την ποθούν. Στον γάμο οι γυναίκες δεν αναζητούν απλά την αγάπη — κυρίως, αναζητούν τον έρωτα. Μια γυναίκα θέλει να την θέλουν· επιθυμεί να την επιθυμούν. Μια γυναίκα δεν παντρεύεται πρωταρχικά για να την αγαπούν· παντρεύεται για να την ποθούν, να αισθάνεται πως βρίσκεται με έναν άντρα που έλκεται προς αυτήν. 
 
Και αυτή η απάντηση είναι εύκολο να αποδειχθεί: αν μια γυναίκα ήθελε, πρώτα και κύρια, να αγαπηθεί, θα έμενε με τους γονείς της. Γιατί να αφήσει την άνεση του πατρικού της; Ουδείς πρόκειται να την αγαπήσει περισσότερο από τους γονείς της. Οι γονείς της δεν πρόκειται ποτέ να την χωρίσουν. Οι γονείς της δεν πρόκειται ποτέ να την απατήσουν. Η μητέρα της δεν θα πάει ποτέ στην κόρη του διπλανού διαμερίσματος να πει: «Ελένη, είσαι η κόρη που πάντα ήθελα. Η δική μου κόρη δεν με καταλαβαίνει. Κάποια μέρα θα μπορώ να πω σε όλους την μητρική αγάπη μου για σένα. Προς το παρόν όμως, σου πήρα αυτό το μικρό δώρο, μην πεις τίποτε σε κανέναν». Το να απιστήσουμε στα παιδιά μας, όντως, ακούγεται γελοίο. Η αγάπη των γονιών μιας νέας γυναίκας είναι απροϋπόθετη. Δεν χρειάζεται να ντυθεί όμορφα και να βαφτεί για να τους εντυπωσιάσει. Την αγαπούν ό,τι και να κάνει. Αν ήθελε λοιπόν να αγαπιέται, θα έμενε σπίτι.
 
Γιατί όμως η έννοια της αγάπης έχει τόσο πολύ υπερεκτιμηθεί; Κυρίως λόγω του Χριστιανισμού, στον οποίο είναι κυρίαρχη έννοια (δεν έχει σημασία αν κάποιος πιστεύει ή όχι, η θρησκεία επιβάλει τρόπο σκέψης και εθισμό συμπεριφοράς σε όλη την κοινωνία, εκεί βρίσκεται η δυναμική της — όχι στην υπόσχεση της μεταθανάτιας ζωής). Μπαίνοντας σε κρίση ο Χριστιανισμός στην Δύση, μπήκαν σε κρίση και οι αξίες του. Αντιθέτως, η έννοια του έρωτα έχει, στον ίδιο βαθμό, υποτιμηθεί. Στα Αγγλικά, που είναι η επικρατούσα γλώσσα της εποχής και που εκφράζει τον πιο επιθυμητό τρόπο ζωής, το “Love’ σημαίνει και τα δύο: «αγάπη» και «έρωτα». Είναι μεγάλο πρόβλημα όταν η γλώσσα δεν σε βοηθάει να καταλάβεις τι σου συμβαίνει. Και αυτό το μπέρδεμα το εισαγάγαμε στην Ελληνική κοινωνία από την Εσπερία (προφανώς, μαζί με την κοινωνία της αφθονίας).
 
Συναντώ πολλά ζευγάρια που είναι στα τελευταία τους: οι γάμοι τους είναι βαρετοί, η ζωή τους γεμάτη ρουτίνα και η σχέση τους στερείται πόθου. Επικαλούνται τα γνωστά: έλλειψη επικοινωνίας, ανύπαρκτη σαρκική επαφή, μάχες χαρακωμάτων, οικονομική πίεση, ευθύνες ανατροφής παιδιών κοκ. Ειδικά όμως οι γυναίκες είναι περισσότερο απογοητευμένες από τους άντρες, όσον αφορά τους γάμους και τις σχέσεις: αισθάνονται να τις αγαπούν, αλλά όχι να τις επιθυμούν· να τις φροντίζουν, αλλά όχι να τις ποθούν.
 
Βέβαια έχω δει και γάμους που δείχνουν σταθεροί — δύσκολα όμως, θα έλεγα πως υπάρχει ενθουσιασμός. Βρίσκεις άπειρα βιβλία και άρθρα ειδικών για τα προβλήματα στον γάμο, προσπαθούν όλα να επαναφέρουν την αγάπη ανάμεσα στο ζευγάρι. Το πραγματικό πρόβλημα όμως δεν είναι η επαναφορά της αγάπης — είναι η ίδια η αγάπη. Η αγάπη δεν πρόκειται ποτέ να κρατήσει ενωμένους έναν άνδρα και μια γυναίκα ρομαντικώ τω τρόπω. Με απλά λόγια, η αγάπη δεν είναι τόσο δυνατή για να καταφέρει κάτι τέτοιο. Ο έρωτας όμως είναι. Ο έρωτας είναι η πιο ισχυρή δύναμη στο σύμπαν. «Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα· μετά έγινε ο Έρωτας» μας λέει ο Ησίοδος και συνεχίζει: «Έρωτας και Νείκος (σημαίνει διαμάχη), αυτά τα δύο, ήταν η αρχή του κόσμου». Χωρίς τον έρωτα, λοιπόν, ο γάμος νομοτελειακά θα μαραθεί, αργά ή γρήγορα. 
 
Η κρατούσα άποψη πως ο έρωτας έχει ημερομηνία λήξης είναι λανθασμένη — τόσο λανθασμένη, όσο και η άποψη που θέλει τον νόμο της βαρύτητας να λήγει κάποτε.
Δ.ΖΙΑΜΠΑΡΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: